σωματοειδής

σωματοειδής
-ές, ΜΑ
1. αυτός που έχει σωματική υπόσταση, υλικός («ἑκάστη ἡδονὴ καὶ λύπη προσηλοῑ... τὴν ψυχὴν... καὶ ποιεῑ σωματοειδῆ», Πλάτ.)
2. αυτός που έχει ή που προσλαμβάνει σωματική μορφή («σωματοειδὲς τὸ θεῑον ὑπολαμβάνουσιν», Αθανάσ.)
αρχ.
1. (για θεό) αυτός που πήρε ανθρώπινη μορφή, που ενσαρκώθηκε
2. στερεός, αδρός
3. οργανικά συντεθειμένος, οργανικά διαρθρωμένος (α. «ἱστορίαν οἰονεὶ σωματοειδῆ», Πολ.
β. «τὴν ἀπαγγελίαν ἢ δήλωσιν ἐν προοιμίῳ σωματοειδῆ τάττειν», Αριστοτ.).
επίρρ...
σωματοειδῶς ΜΑ
μσν.
με σωματική υπόσταση, σαν να είχε υλικό σώμα («σωματοειδῶς ὤφθη», Ιωανν. Χρυσ.)
αρχ.
συστηματικά οργανωμένα, με διάρθρωση ζωντανού οργανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σωματοειδής — bodily masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοειδῆ — σωματοειδής bodily neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σωματοειδής bodily masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σωματοειδής bodily masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοειδέστερον — σωματοειδής bodily adverbial comp σωματοειδής bodily masc acc comp sg σωματοειδής bodily neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοειδεστέρων — σωματοειδής bodily fem gen comp pl σωματοειδής bodily masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοειδεῖ — σωματοειδής bodily masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σωματοειδής bodily masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοειδεῖς — σωματοειδής bodily masc/fem acc pl σωματοειδής bodily masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοειδές — σωματοειδής bodily masc/fem voc sg σωματοειδής bodily neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοειδέστατα — σωματοειδής bodily adverbial superl σωματοειδής bodily neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοειδεστάτη — σωματοειδής bodily fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοειδεστάτῃ — σωματοειδής bodily fem dat superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”